- σκαρτάδα
- η(λ. ιταλ.), άχρηστα πράγματα: Μας ξεπούλησε όλη τη σκαρτάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαρτάδα — η, Ν 1. το να είναι κάτι σκάρτο, άχρηστο 2. σύνολο από άχρηστα πράγματα, σκαρταδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάρτος + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
σκαρτάδος — ο, θηλ. σκαρτάδα, Ν [σκαρτάρω] 1. άνθρωπος άχρηστος, σκάρτος 2. αυτός που σκέπτεται και συμπεριφέρεται παράξενα, που έχει χάσει τα λογικά του, ανισόρροπος, παλαβός … Dictionary of Greek
σκαρταδούρα — η, Ν 1. άχρηστο πράγμα 2. σύνολο άχρηστων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαρτάδα + κατάλ. ούρα (πρβλ. θολ ούρα)] … Dictionary of Greek